Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα.
Για πολλούς είναι η πιο φωτεινή περίοδος του χρόνου. Τα παιδιά τα περιμένουν πως και πως. Περιμένουν να κλείσουν τα σχολεία, να παίξουν, να γελάσουν, να χαθούν μέσα στα φωτάκια, στα δώρα και στη μαγεία των ημερών. Τα προσμένουν με την ίδια ανυπομονησία που τα περιμέναμε κι εμείς κάποτε, τότε που η χαρά χωρούσε σε απλά πράγματα και ο χρόνος κυλούσε πιο αργά.
Οι μεγάλοι, από την άλλη, περιμένουν τις γιορτές για να ξανασμίξουν με τις οικογένειές τους, να ξεκουραστούν, να καθίσουν γύρω από ένα τραπέζι. Να μοιραστούν φαγητό, ιστορίες, γέλια, αλλά και σιωπές. Είναι μια περίοδος παύσης, μια ευκαιρία να θυμηθούμε τι έχει αξία μέσα στην ένταση της καθημερινότητας.
Υπάρχουν όμως και σπίτια που δεν τα περιμένουν τα Χριστούγεννα.
Σπίτια πιο ήσυχα από άλλες χρονιές. Σπίτια που θα βρεθούν αντιμέτωπα με τη θλίψη, το πένθος και τη μελαγχολία. Σπίτια με άδειες καρέκλες στο γιορτινό τραπέζι. Με ανθρώπους που λείπουν και η απουσία τους γίνεται πιο έντονη αυτές τις μέρες. Και αυτό δεν είναι αδυναμία είναι ανθρώπινο. Είναι φυσιολογικό.
Από ψυχολογική σκοπιά, η μελαγχολία των γιορτών είναι ένα συχνό φαινόμενο. Οι γιορτές λειτουργούν σαν καθρέφτης και μεγεθυντικός φακός των συναισθημάτων μας. Φέρνουν στην επιφάνεια απώλειες, μοναξιά, συγκρίσεις και ανεκπλήρωτες προσδοκίες. Η κοινωνική εικόνα της «τέλειας οικογενειακής γιορτής» δημιουργεί συχνά πίεση: να είμαστε χαρούμενοι, να γιορτάζουμε, να νιώθουμε ευγνωμοσύνη. Όταν όμως η εσωτερική μας πραγματικότητα δεν συμβαδίζει με αυτή την εικόνα, γεννιέται θλίψη, ενοχή ή απομόνωση.
Οι άδειες καρέκλες μιλούν.
Μιλούν για ανθρώπους που πέρασαν από τη ζωή μας, που αγάπησαν, που γέλασαν μαζί μας, που ίσως έφυγαν νωρίς ή άδικα. Και η απουσία τους τις γιορτές γίνεται πιο βαριά. Δεν σημαίνει αδυναμία. Σημαίνει δεσμό. Σημαίνει αγάπη.
Κι όμως, μέσα σε αυτή τη σιωπηλή θλίψη, υπάρχει χώρος και για κάτι άλλο.
Οι άνθρωποι που έφυγαν, αν μπορούσαν να μας μιλήσουν, δεν θα ήθελαν να μας βλέπουν παγωμένους στον πόνο. Θα ήθελαν να μας βλέπουν να συνεχίζουμε. Να ζούμε. Να γελάμε, έστω και λίγο. Να ανάβουμε ένα φως — ακόμη κι αν η καρδιά μας δεν είναι έτοιμη για γιορτή.
Ίσως αυτές τις μέρες αξίζει να δικαιώσεις το παιδί μέσα σου.
Άστο να ζήσει. Άκου τι θα σου έλεγε ο μικρός σου εαυτός. Ίσως να σου ψιθύριζε:
«Δεν χρειάζεται όλα να είναι τέλεια για να χαρώ. Φτιάξε μου μια μικρή στιγμή. Ένα φως, ένα τραγούδι, μια ανάμνηση, μια αγκαλιά.»
Τα Χριστούγεννα δεν είναι υποχρέωση χαράς.
Είναι άδεια να νιώσεις. Να θυμηθείς. Να πονέσεις. Και σιγά-σιγά, να επιτρέψεις στον εαυτό σου να ελπίσει ξανά. Ακόμα κι αν η χαρά φέτος είναι πιο ήσυχη, πιο μικρή, πιο εσωτερική.
Γιατί και μέσα στη μελαγχολία, η ζωή συνεχίζει να ζητά χώρο.
Και κάπου ανάμεσα στη λύπη και στο φως, υπάρχει πάντα μια ανθρώπινη καρδιά που αντέχει.