Παν. Κουμουνδούρος | Χρειαζόμαστε νέα περπατησιά 

Χρειαζόμαστε νέα περπατησιά 

Μετά το συνέδριο «οπερέτα» του ΣΥΡΙΖΑ στο Γκάζι, ατελείωτα βράδια πέρασα προσπαθώντας να βρω την άκρη στο κουβάρι. Μελετώντας και γράφοντας κάνοντας μια διαλεκτική ανάλυση, αξιοποιώντας τις εμπειρίες, τις συζητήσεις, τα συμπεράσματα από την πολύχρονη συμμετοχή μου στην πορεία ανόδου της Αριστεράς. Με δεδομένο την καθοριστική και σε πολλές περιπτώσεις καταλυτική παρουσία και πολιτική δράση των στελεχών και μελών που καθόρισαν την κοινωνική συμμαχία, θεωρώ ότι είναι αναγκαίο στο σήμερα  μια αναψηλάφηση στάσεων και διαδρομών για να μπορέσουμε να αλλάξουμε.

Η χώρα μας έχει  ανάγκη από ένα νέο σύγχρονο πολιτικό φορέα, με κοινωνικό συμβόλαιο που η κοινωνία να συζητά καθημερινά γι’ αυτό.  

Τελευταία πολλές προτάσεις, σκέψεις και αντιπαραθέσεις για συμφωνίες συνεργασίες  ανάμεσα σε τμήματα του χώρου της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Η αναγκαιότητα της πολιτικής επιβίωσης επιβάλλει την γρήγορη μόνο και μόνο εκλογική σύμπραξη. Στεγανά και εμπόδια πολλά. Πέρα από τις εμφανιζόμενες πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, το μεγαλύτερο και ανυπέρβλητο εμπόδιο είναι τα ίδια τα στελέχη των  πολιτικών φορέων.  Υπάρχουν πέντε χαρακτηριστικά κατά την γνώμη μου , που συγκροτούν το προφίλ των στελεχών της προοδευτικής αντιπολίτευσης και καθιστούν ανεδαφική οποιαδήποτε συζήτηση για την δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα και την ύπαρξη ενός σχεδίου που μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή εξουσίας ή έστω να δημιουργήσει προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Τα πέντε αυτά χαρακτηριστικά που καθορίζουν την παρουσία των στελεχών στην κοινωνία πρέπει να αλλάξουν σήμερα κιόλας. 

Πρώτον η έλλειψη πάθους για την πολιτική, η γενική εικόνα που δίνουν βουλευτές και στελέχη είναι πως η βασική τους έγνοια είναι η διατήρηση του «υπαρκτού» της ζωής τους και δεν έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον για την πολιτική. Αυτό αποτυπώνεται τόσο στην καθημερινότητα των κόμματων, που δείχνουν να μην γνωρίζουν τι ακριβώς συμβαίνει εκεί έξω, όσο και στη μεγάλη εικόνα της έλλειψης ενός συνεκτικού ολοκληρωμένου αφηγήματος που να περιγράφει πώς θα ήθελαν να είναι ο κόσμος σε 5 χρόνια από τώρα και τι απαιτείται να πράξουν σε αυτή την κατεύθυνση. Από το 2016-2017 ο Κυριάκος Μητσοτάκης περιέγραφε με προσοχή ένα νέο αφήγημα για τη χώρα, στήνοντας στη βάση αυτού τις δικές του (πονεμένες και από τα μνημόνια) κοινωνικές συμμαχίες. Ίσως η τελευταία φορά που ο προοδευτικός πόλος δούλεψε πάνω σε ένα τέτοιο σχέδιο να ήταν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, με την ευκολία που του παρείχε βέβαια η αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Το συζητούσε όμως ο κόσμος στα καφενεία, τα ΚΑΠΗ και τους χώρους δουλειάς, γιατί δυνητικά αφορούσε το πως θα είναι η ζωή του στα επόμενα χρόνια.

Για να μην πάμε στα προφανή ζητήματα που αφορούν τη φορολογία ή γενικά την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους, ας εστιάσουμε μόνο στο ζήτημα των Τεμπών. Δύο χρόνια μετά την πρωτοφανή τραγωδία και με την κυβέρνηση να ασχολείται μόνο με τη συγκάλυψη των ευθυνών, κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν μπήκε στον κόπο να συγκροτήσει μια πρόταση για την ανάπτυξη και την ασφάλεια στον σιδηρόδρομο. Και όσοι καλώς βγήκαν και ψέλλισαν για επανακρατικοποίηση των τρένων, είναι βέβαιο πως στη δεύτερη ερώτηση που θα τους γίνει για το πώς θα φτάσουμε εκεί, θα κοιτούν με απορία το ταβάνι και  θα ξεροβήξουν .

Το έλλειμα αυτό δεν φτιασιδώνεται. Είναι αδύνατο να προσεγγίσεις το εκλογικό κοινό, αν δεν τους μιλήσεις για αυτό που αποτελεί για το καθένα κριτήριο ψήφου. Και όταν αυτό το έλλειμμα είναι τόσο ορατό, τότε η αίσθηση στα μεγάλα ακροατήρια είναι πως επαγγελματίες της πολιτικής δίνουν μάχη για την καρέκλα και την ποιότητα της δικής τους ζωής. Όποια και αν είναι αυτή εντέλει.

Δεύτερο η αποτελεσματική εργασία το πολιτικό προσωπικό της (κεντρο) - Αριστεράς το διακρίνει μάλλον μια παρατεταμένη οκνηρία. Ίσως και ως αποτέλεσμα της έλλειψης πάθους για την πολιτική. Άνθρωποι που θα έπρεπε  να έχουν γυρίσει την Ελλάδα 15 φορές, να συνεδριάζουν καθημερινά, να στήνουν ομάδες εργασίας και να παράγουν προγραμματικές προτάσεις. Σουλατσάρουν  σαν τους δανδήδες σε βαρετές θεσμικές εκδηλώσεις, είτε ψιλοκουβεντιάζουν με τους φίλους τους που συνήθως είναι και συνεργάτες τους. Στην πραγματική αγορά εργασίας θα είχε προκληθεί επεισόδιο μεταξύ συναδέλφων, αν κάποιος παρουσίαζε τόσο προκλητική αδιαφορία. Έχει επικρατήσει η ψευδαίσθηση πως μια αξιοπρεπής κοινοβουλευτική και τηλεοπτική παρουσία βγάζει τα στελέχη και τα κόμματα από την υποχρέωση να παρουσιάσουν έργο. Αν δηλαδή δεν υπήρχαν κανάλια και κοινοβουλευτικές δραστηριότητες θα το κλείναμε το μαγαζί. Απόδειξη το καλοκαίρι του 2024, που μετά τις Ευρωεκλογές και μέχρι τον Σεπτέμβριο εξαφανίστηκαν όλοι τους.

Τρίτο η αίσθηση της εκπροσώπησης με όρους ευθύνης γίνεται μεγάλη κουβέντα για το μεγάλο κενό εκπροσώπησης που εντοπίζεται στα αριστερά του κομματικού ανταγωνισμού. Συζήτηση που συνοδεύεται συνήθως από το ερώτημα εάν έχει επέλθει μια μη αναστρέψιμη συντηρητική στροφή στο εκλογικό σώμα. Ισχύει όντως στην πραγματικότητα αυτή η  διαπίστωση; Στην πραγματικότητα οι έρευνες της τελευταίας τριετίας και ιδιαίτερα μετά covid εποχής αποτυπώνουν μια καθαρή κυριαρχία των προοδευτικών ιδεών, περίπου 1,5 εκατομμύριο ψηφοφόροι με προοδευτικές καταβολές ψήφου παραμένουν σε μια γκρίζα ζώνη, χωρίς να μετακινούνται δεξιότερα, κάτι περιμένουν, τι άραγε;. Αυτό πρέπει να ψάξουμε.

Ας αντιστρέψουμε λίγο τα ζητούμενα λοιπόν από τα θεωρητικά σχήματα του κενού εκπροσώπησης, για να δούμε αν το πολιτικό προσωπικό των προοδευτικών κομμάτων νιώθει την ευθύνη οποιασδήποτε κοινωνικής εκπροσώπησης. Η υπεράσπιση της ιστορικότητας της Αριστεράς ή κομμάτων δεν αγγίζει κανέναν πολίτη. Κοινώς κανένας  δεν χρειάζεται σήμερα να τον εκπροσωπεί μια τίμια και ηθική αριστερή φωνή ή να κρατάς  τη σημαία του κόμματος ψηλά. Η υπεράσπιση συγκεκριμένων συμφερόντων είναι αυτή που γεννά καθημερινή πολιτική πρακτική, πρόγραμμα, στρατηγική ,τακτική και στο φινάλε συγκρούσεις και συγκλίσεις. Άρα δεν αντικαθίσταται σε καμιά περίπτωση με τρικ και επικλήσεις η τοποθέτηση, διαμεσολάβησης και εκπροσώπησης των κοινωνικών και ταξικών ομαδοποιήσεων των κοινωνικών στρωμάτων

Τέταρτο ο θαυμασμός στον αντίπαλο, δανείζομαι αυτό που έγραψε και ο επιστημονικός διευθυντής της ProRata Άγγ. Σεριάτος, ο θαυμασμός στον αντίπαλο είναι από τα κύρια χαρακτηριστικά των στελεχών του προοδευτικού χώρου. Θα πρόσθετα δίπλα, τον θαυμασμό στους μεγαλοσχήμονες και τους οικονομικούς παράγοντες αυτού του τόπου. Υπάρχουν άραγε λόγοι που θα σε έκαναν να τους θαυμάζεις;  Δυο κατά την άποψή μου. Ο πρώτος είναι να μην τους γνωρίζεις. Γιατί δεν μπορεί να θαυμάζεις τον Μάκη Βορίδη.

Είναι από τους υπουργούς που χαίρουν θαυμασμού από τους αριστερούς πολιτικούς αν γνωρίζεις όλη την πορεία του. Και όχι γιατί πρόκειται για έναν σκληρό ιδεολογικό αντίπαλο, αλλά γιατί έχει περάσει το 80% της μεταπολίτευσης παρέα με κάτι λούμπεν απίθανους τύπους να εκφράζουν απόψεις επικίνδυνες μεν, που προκαλούν γέλιο δε. Δεν είναι δυνατόν να θαυμάζεις επιχειρηματίες που έπαιξαν στα ζαριά τον πλουτισμό τους και αντί για τον Κορυδαλλό βρέθηκαν στο Forbes. Άρα εδώ υπάρχει άγνοια.

Ο δεύτερος λόγος όμως ,που είναι και πιο σοβαρός, που σε κάνει να θαυμάζεις τον αντίπαλο, έχει να κάνει με τον θαυμασμό της ζωής του αντιπάλου σου. Αν αυτό συνδυαστεί με το θόλο τοπίο της ευθύνης απέναντι σε αυτούς που εκπροσωπείς, το ζήτημα απαιτεί προσωπικές και δύσκολες συλλογικές αποφάσεις.

Πέμπτο ο φόβος ότι έχουν να χάσουν πολλά, σιγά σιγά έρχεται ο φόβος ότι έχουν να χάσουν πολλά για τα στελέχη του προοδευτικού χώρου, που ακινητοποιεί τη διάθεση για σύγκρουση, ρίσκο, κινητοποίηση και λήψη σημαντικών στρατηγικών αποφάσεων. Ακόμη και η συζήτηση για συγκλίσεις των προοδευτικών δυνάμεων, μια κατεξοχήν προωθητική διαδικασία, που αφορά την επόμενη μέρα, γίνεται στη βάση του φόβου ότι αν παραμείνουμε όπως είμαστε δεν θα  χάσουμε πολλά από αυτά που έχουμε, η βάση της κουβέντας πλέον είναι η άθροιση των διαρκώς μειούμενων ποσοστών και όχι μια προγραμματική συμφωνία για αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.

Είχα διαβάσει μια ιστορία  και την κράτησα, μάλλον άγνωστη, που αφορά τον Αλέξη Τσίπρα που έχει σχέση κατά την γνώμη μου τα παραπάνω χαρακτηριστικά του σημερινού προοδευτικού πολιτικού προσωπικού. Πίσω στο 2014 και λίγες εβδομάδες πριν τις ευρωεκλογές ο Αλέξης Τσίπρας ενημερώνεται τυχαία από ένα μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, ότι στη Θεσσαλονίκη έχει γίνει μια κατάληψη προσφύγων, μετά την χρεοκοπία λόγω κακοδιαχείρισης της ΜΚΟ που είχε αναλάβει τη φροντίδα τους. Το κλίμα απολύτως εχθρικό, ο ΣΥΡΙΖΑ στο στόχαστρο για το μεταναστευτικό, επιχειρηματίες γλυκοκοιτάζουν το κτίριο και στην κατάληψη δεν είναι καν μπλεγμένα μέλη του κόμματος. Ο Τσίπρας ένα απόγευμα όμως ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη και εμφανίζεται με τα κανάλια μπροστά στον πρώην ξενώνα οικογενειών. Στην είσοδο ενημερώνεται ότι οι ένοικοι, γυναίκες και παιδιά κυρίως, έχουν κολλήσει ψώρα -υγειονομική βόμβα έγραφαν τότε οι εφημερίδες- και εφόσον θέλει να μπει να το πράξει με δική του ευθύνη και προσεχτικά. Την επόμενη μια ώρα, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι - χωρίς τις κάμερες - αγκαλιά με τα πιτσιρίκια του ξενώνα και συνομιλεί με τους γονείς τους και τους αλληλέγγυους. Βγαίνοντας θα κάνει και μια δήλωση που έλεγε περίπου «είμαστε μαζί τους και μην διανοηθείτε να τους πειράξετε».

Την  ιστορία δεν αναφέρω επειδή έχει αξία για το προφίλ του ίδιου Τσίπρα ή για το θάρρος του. Άλλωστε υπάρχουν αρκετές τέτοιες πράξεις που περιγράφουν και όλο το ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου εκείνης. Αποτυπώνει όμως πως όταν σε ενδιαφέρει η πολιτική, γνωρίζεις ποιους εκπροσωπείς, δουλεύεις, πιστεύεις σε κάτι, υποχωρεί και ο φόβος για τις επιπτώσεις των κινήσεων σου δεν ψαρώνεις από τον θαυμασμό για τον αντίπαλο. Ξεκινάς από τα μικρά – μικρά της πολιτικής ακόμη και αν δεν φαίνεται ότι δίνουν τίποτα τη στιγμή που συμβαίνουν, γίνονται σπουδαία και συγκροτούν το μεγάλο. Αυτός ήταν ο τρόπος μεταξύ άλλων που οδήγησε το ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του στην κυβέρνηση ή το ΠΑΣΟΚ το ‘81.

Το ερώτημα μπορεί  κατάσταση να γυρίσει;

Τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο το ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Αριστερά, που είναι τα φαβορί για μια τέτοιου τύπου κριτική, αλλά το σύνολο της Αριστεράς και του Κέντρου. Το αποτέλεσμα είναι ότι βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι μεταξύ όσων πρόδωσαν την ιστορική τους αποστολή και όσων αντιλαμβάνονται με όρους προσωπικής συναισθηματικής εμπλοκής την παρουσία τους σε μια ηττημένη αριστερά της δύσης του 20ου αιώνα.

Κατεξοχήν το ακροατήριο της Αριστεράς θα την απαρνηθεί όταν συνειδητοποιήσει ότι η ένταξη του σε αυτή ή έστω η εκχώρηση της εκπροσώπησης του δεν του επιτρέπει να βελτιώσει τους πνευματικούς και υλικούς όρους της ζωής τους. Αυτός είναι πραγματικός φόβος που πρέπει να έχουμε. Έτσι είναι επιτακτική ανάγκη πλέον για τα πολιτικά στελέχη της Αριστεράς να διαμορφώσουν έναν τρόπο δράσης που το αποτέλεσμα της άσκησης της πολιτικής τους, να επηρεάζει πραγματικά αυτούς που τους βλέπουν με συμπάθεια και να τους κερδίζει.

Το πρώτο βήμα είναι προφανώς να καταδείξουν ότι δεν λειτουργούν μόνο γιατί θέλουν να διατηρήσουν τις θέσεις τους. Εφόσον πιστεύουν πραγματικά ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποτύχει σε οικονομικό, κοινωνικό, περιβαλλοντικό, γεωπολιτικό και θεσμικό επίπεδο, τότε μια αρχή είναι, να περιγραφεί η εναλλακτική. Η επικράτηση Μητσοτάκη στηρίχτηκε στο αφήγημα της διαχειριστικής ικανότητας και της μεταρρυθμιστικής διάθεσης. Τα θέματα εφαρμοσμένης πολιτικής, που στην εξαετία της διακυβέρνησης του έγιναν πράξη και στα οποία η αντιπολίτευση δεν αντιπαρατέθηκε, δεν παρουσίασε καμιά  οργανωμένη εναλλακτική πρόταση.

Αυτό γίνεται μόνο με δουλειά, όσο δύσκολο είναι να το ξαναπιάσεις μετά από χρόνια και να βρεις και πάλι μια ρουτίνα ενδιαφέροντος και εργασίας. Όταν στερούμε έμπνευσης για να γράψω ένα ποίημα, βάζω μπροστά μου λευκά χαρτιά, γράφοντας σκόρπιες  λέξεις, μέχρι να κάποια στιγμή θα μπουν σε μια ροή και να επανέλθει η δημιουργικότητα μου. 

Αν όμως και αυτό φαντάζει ακατόρθωτο σήμερα,  ας ακούσουν τι έχει να πει ο κόσμος και ας τον γνωρίσουν. Το Die Linke στις γερμανικές εκλογές πέτυχε γιατί ακολούθησε ένα μείγμα παραδοσιακής και digital καμπάνιας, πήγε πόρτα – πόρτα σε 600.000 σπίτια για να ακούσει τους δυνητικούς ψηφοφόρους του και να καταλάβουν ποια θέματα αποτελούν κριτήριο ψήφου. Νωρίτερα φορούσε ψαράδικο παντελόνι και χρωματιστά καλτσάκια και διαδήλωνε για τα δικαιώματα της κάμπιας. Μια τέτοια διαδικασία είναι αναγκαίο να ξεκινήσει, σε συνδυασμό με κάποιες έρευνες θα δώσουν το περιεχόμενο τουλάχιστον για τη δουλειά που θα ακολουθήσει.

Χρόνος υπάρχει, ειδικά σε συνθήκη μεγάλης και γρήγορης μεταβλητότητας της ψήφου όπως η σημερινή. Η δημοσκοπική άνοδος της Ζωής Κωνσταντοπούλου, αποδεικνύει αυτό που φαινόταν εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο. Ένα εκλογικό ακροατήριο ικανό να ανατρέψει το σημερινό status quo, με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγγενούς με το χώρο πολιτικής ταύτισης, που δεν εκφράζει τεράστιες απαιτήσεις, αλλά αναζητά άμεσα την εκπροσώπηση του. Η Κωνσταντοπούλου κερδίζει -μάλλον συγκυριακά και πρόσκαιρα – εξαιτίας του πάθους με το οποίο καταπιάνεται με την πολιτική, ενώ παράλληλα δείχνει όσα λέει να τα πιστεύει.

Οποιαδήποτε συζήτηση για συγκλίσεις και αν γίνει και οποιοδήποτε σενάριο φαντάζει πετυχημένο από το εξωτερικό και υιοθετηθεί , είτε λέγεται λαϊκό μέτωπο, είτε «κάντο όπως το Di Linke» είναι καταδικασμένο να αποτύχει αν δεν συνοδεύεται από μια καθαρή, συγκροτημένη και μεροληπτική πρόταση πολιτικής, που θα την παρουσιάζουν πρόσωπα με διάθεση να ρισκάρουν ακόμη και αν ηττηθούν ολοκληρωτικά.

Υπάρχουν τα περιθώρια ανάταξης; Ανάταξης προσώπων και φορέων και εν τέλει ανατροπής μιας κατάστασης, όχι απλά δεν έχουν εξαντληθεί είναι υπαρκτά και οι συνθήκες είναι μάλλον ευνοϊκές.  Το μεγαλύτερο τμήμα του πολιτικού προσωπικού, ας πούμε, προοδευτικού πόλου δεν είναι ούτε ανίκανο, ούτε απαρτίζεται από ιδιοτελείς ανθρώπους. Μια αλληλουχία γεγονότων και πολιτικών επιλογών σε πολλές περιπτώσεις, η λεπτομέρεια των συμβάντων ή το τυχαίο σμπαράλιασε το αναμενόμενο και έφερε το απρόβλεπτο. Τελευταίο παράδειγμα για να μην πάμε μακριά, η ανασυγκρότηση της Νέας Δημοκρατίας το 2016. 

Η διαδικασία αυτή απαιτεί μέθοδο και λήψη σκληρών αποφάσεων .

 

Παναγιώτης Κουμουνδούρος